Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύσεπτος — εὔσεπτος, ον (Α) σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»] … Dictionary of Greek
εὔσεπτον — εὔσεπτος reverent masc/fem acc sg εὔσεπτος reverent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)